- ισονιτρίλια
- Οργανικές ενώσεις που είναι ισομερείς προς τα νιτρίλια. Είναι άχρωμα τοξικά υγρά, με πολύ έντονη οσμή, αδιάλυτα στο νερό αλλά διαλυτά στην αλκοόλη και στον αιθέρα. Παρασκευάζονται από μείγμα χλωροφορμίου (CΗCl3) και πρωτοταγούς αμίνης (RΝΗ2) σε αλκοολοαλκαλικό διάλυμα, με αφυδρογόνωση αμιδίων οργανικών οξέων ύστερα από επίδραση πεντοξειδίου του φωσφόρου (Ρ2Ο5), καθώς και με αλκυλίωση των αλάτων αργύρου, υδραργύρου ή μολύβδου του υδροκυανικού οξέος. Τα ι. δεν διασπώνται από τα αλκάλια, ενώ υδρολύονται από αραιά οξέα προς μυρμηκικό οξύ και πρωτοταγή αμίνη, η οποία περιέχει ένα άτομο άνθρακα λιγότερο από την αρχική ένωση. Ορισμένα ι. χρησιμοποιούνται στη σύνθεση ουσιών που περιέχουν άζωτο, όπως είναι τα αμίδια και τα νιτρίλια.
Dictionary of Greek. 2013.